„απαλλοτρίωση“: θηλυκό απαλλοτρίωση [apaloˈtriosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Enteignung Enteignungθηλυκό | Femininum, weiblich f απαλλοτρίωση απαλλοτρίωση