„απακετάριστος“ απακετάριστος [apakjeˈtaristos], απακετάριστη, απακετάριστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unverpackt unverpackt απακετάριστος απακετάριστος