απαιτώ
[apeˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- verlangenαπαιτώ ζητώαπαιτώ ζητώ
- fordern, beanspruchenαπαιτώ διεκδικώαπαιτώ διεκδικώ
- απαιτώ χρειάζομαι