απέχω
[aˈpexo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- nicht teilnehmen, sich fernhalten (από von)απέχωαπέχω
- sich enthalten (γενική | Genitivgen απόγενική | Genitiv gen)απέχω από το αλκοόλαπέχω από το αλκοόλ