απέραντος
[aˈperandos], απέραντη, απέραντοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- unendlichαπέραντοςαπέραντος
- grenzenlosαπέραντος χωρίς όρια εμπιστοσύνηαπέραντος χωρίς όρια εμπιστοσύνη
- endlosαπέραντος χωρίς τέλοςαπέραντος χωρίς τέλος