„αξιοσύστατος“ αξιοσύστατος [aksioˈsistatos], αξιοσύστατη, αξιοσύστατοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) empfehlenswert empfehlenswert αξιοσύστατος αξιοσύστατος