αξιολύπητος
[aksioˈlipitos], αξιολύπητη, αξιολύπητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- bedauernswert, erbärmlichαξιολύπητοςαξιολύπητος
Thank you for your feedback!