αξιαγάπητος
[aksiaˈɣapitos], αξιαγάπητη, αξιαγάπητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- liebenswertαξιαγάπητοςαξιαγάπητος
- gewinnendαξιαγάπητος χαμόγελοαξιαγάπητος χαμόγελο