ανωμαλία
[anomaˈlia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Unregelmäßigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fανωμαλίαανωμαλία
- Unebenheitθηλυκό | Femininum, weiblich fανωμαλία δρόμουανωμαλία δρόμου
- Anomalieθηλυκό | Femininum, weiblich fανωμαλία βιολογία | Biologieβιολ ιατρική | Medizinιατρανωμαλία βιολογία | Biologieβιολ ιατρική | Medizinιατρ
- Perversionθηλυκό | Femininum, weiblich fανωμαλία σεξουαλικήανωμαλία σεξουαλική