ανυπόστατος
[aniˈpostatos], ανυπόστατη, ανυπόστατοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- nicht vorhandenανυπόστατοςανυπόστατος
- unbegründetανυπόστατος υποψίαανυπόστατος υποψία