„ανυποκρισία“: θηλυκό ανυποκρισία [anipokriˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Offenherzigkeit Offenherzigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f ανυποκρισία ανυποκρισία