„αντιστρόφως“: επίρρημα αντιστρόφως [andiˈstrofos]επίρρημα | Adverb adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) umgekehrt, im Gegenteil umgekehrt, im Gegenteil αντιστρόφως αντιστρόφως