„αντισηπτικό“: ουδέτερο αντισηπτικό [andisiptiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Antiseptikum Antiseptikumουδέτερο | Neutrum, sächlich n αντισηπτικό αντισηπτικό