αντιπαράσταση
[andipaˈrastasi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Gegenüberstellungθηλυκό | Femininum, weiblich fαντιπαράσταση νομικός όρος | Rechtswesenνομαντιπαράσταση νομικός όρος | Rechtswesenνομ