αντιβακτηριδιακός
[andivaktiriðiaˈkos], αντιβακτηριδιακή, αντιβακτηριδιακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- antibakteriellαντιβακτηριδιακόςαντιβακτηριδιακός
Thank you for your feedback!