„ανταποδεικνύω“: μεταβατικό ρήμα ανταποδεικνύω [andapoðiˈknio]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) einen Gegenbeweis liefern für einen Gegenbeweis liefern für ανταποδεικνύω ανταποδεικνύω