„ανταπεργία“: θηλυκό ανταπεργία [andaperˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Aussperrung Aussperrungθηλυκό | Femininum, weiblich f ανταπεργία ανταπεργία