ανταλλάσσω
[andaˈlaso]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- tauschen, austauschen, umtauschen (με gegen)ανταλλάσσωανταλλάσσω
- wechselnανταλλάσσω βλέμματα, λέξειςανταλλάσσω βλέμματα, λέξεις