αντίστοιχος
[anˈdistixos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, αντίστοιχη, αντίστοιχοOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- entsprechendαντίστοιχοςαντίστοιχος
αντίστοιχος
[anˈdistixos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Äquivalentουδέτερο | Neutrum, sächlich nαντίστοιχοςαντίστοιχος