„ανορθόδοξος“ ανορθόδοξος [anorˈθoðoksos], ανορθόδοξη, ανορθόδοξοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unorthodox unorthodox ανορθόδοξος ανορθόδοξος