ανορεξικός
[anoreksiˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, ανορεξική, ανορεξικόOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- magersüchtigανορεξικόςανορεξικός
ανορεξικός
[anoreksiˈkos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)