ανοιχτήρι
[anixˈtiri]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Flaschenöffnerαρσενικό | Maskulinum, männlich mανοιχτήριανοιχτήρι
- Büchsenöffnerαρσενικό | Maskulinum, männlich mανοιχτήρι για κονσέρβεςανοιχτήρι για κονσέρβες