„ανκόρ“: ουδέτερο ανκόρ [anˈkor]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Zugabe Zugabeθηλυκό | Femininum, weiblich f ανκόρ μουσ ανκόρ μουσ