„ανισομέρεια“: θηλυκό ανισομέρεια [anisoˈmeria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Unausgewogenheit Unausgewogenheitθηλυκό | Femininum, weiblich f ανισομέρεια ανισομέρεια