„ανθυπολοχαγός“: αρσενικό ανθυπολοχαγός [anθipoloxaˈɣos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Leutnant Leutnantαρσενικό | Maskulinum, männlich m ανθυπολοχαγός ανθυπολοχαγός