ανθοπώλης
[anθoˈpolis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, ανθοπώλισσα [anθoˈpolisa]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Blumenverkäuferαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fανθοπώληςανθοπώλης
- Blumenhändlerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fανθοπώλης καταστηματάρχηςανθοπώλης καταστηματάρχης