ανθοπωλείο
[anθopoˈlio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Blumengeschäftουδέτερο | Neutrum, sächlich nανθοπωλείοανθοπωλείο
examples
- ανθοπωλείο νεκροταφείουFriedhofsgärtnereiθηλυκό | Femininum, weiblich f