„ανησυχητικός“ ανησυχητικός [anisiçitiˈkos], ανησυχητική, ανησυχητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) beunruhigend beunruhigend ανησυχητικός ανησυχητικός