„ανεύρετος“ ανεύρετος [aˈnevretos], ανεύρετη, ανεύρετοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unauffindbar unauffindbar ανεύρετος ανεύρετος