„ανεπικύρωτος“ ανεπικύρωτος [anepiˈkjirotos], ανεπικύρωτη, ανεπικύρωτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) nicht ratifiziert nicht ratifiziert ανεπικύρωτος ανεπικύρωτος