ανεπιθύμητος
[anepiˈθimitos], ανεπιθύμητη, ανεπιθύμητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- unerwünschtανεπιθύμητοςανεπιθύμητος
examples
- ανεπιθύμητη αλληλογραφίαθηλυκό | Femininum, weiblich f ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υSpamουδέτερο | Neutrum, sächlich nSpammailθηλυκό | Femininum, weiblich f