„ανεξερεύνητος“ ανεξερεύνητος [anekseˈrevnitos], ανεξερεύνητη, ανεξερεύνητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unerforscht unerforscht ανεξερεύνητος ανεξερεύνητος