„ανεξάντλητος“ ανεξάντλητος [aneˈksandlitos], ανεξάντλητη, ανεξάντλητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unerschöpflich unerschöpflich ανεξάντλητος ανεξάντλητος