„ανεμπόδιστος“ ανεμπόδιστος [anemˈboðistos], ανεμπόδιστη, ανεμπόδιστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ungehindert ungehindert ανεμπόδιστος ανεμπόδιστος