„ανεδαφικός“ ανεδαφικός [aneðafiˈkos], ανεδαφική, ανεδαφικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unhaltbar unhaltbar ανεδαφικός ισχυρισμός ανεδαφικός ισχυρισμός