„ανεγείρω“: μεταβατικό ρήμα ανεγείρω [aneˈjiro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) errichten errichten ανεγείρω μνημείο ανεγείρω μνημείο