„ανεβοκατεβαίνω“: αμετάβατο ρήμα ανεβοκατεβαίνω [anevokateˈveno]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) auf und ab gehen, schwanken auf und ab gehen ανεβοκατεβαίνω ανεβοκατεβαίνω schwanken ανεβοκατεβαίνω τιμές ανεβοκατεβαίνω τιμές