„ανείπωτος“ ανείπωτος [aˈnipotos], ανείπωτη, ανείπωτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unausgesprochen unausgesprochen ανείπωτος ανείπωτος