„αναφορικά“: επίρρημα αναφορικά [anaforiˈka]επίρρημα | Adverb adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) bezüglich, Bezug nehmend auf bezüglich (μεγενική | Genitiv gen) αναφορικά Bezug nehmend auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk αναφορικά αναφορικά