„ανατρέπομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα ανατρέπομαι [anaˈtrepome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich überschlagen sich überschlagen ανατρέπομαι αυτοκίνητο ανατρέπομαι αυτοκίνητο