„ανατέλλω“: αμετάβατο ρήμα ανατέλλω [anaˈtelo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) aufgehen aufgehen ανατέλλω ήλιος ανατέλλω ήλιος