„ανασφάλεια“: θηλυκό ανασφάλεια [anaˈsfalia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Unsicherheit Unsicherheitθηλυκό | Femininum, weiblich f ανασφάλεια ανασφάλεια