αναπτύσσομαι
[anapˈtisome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- sich entwickelnαναπτύσσομαι εξελίσσομαιαναπτύσσομαι εξελίσσομαι
- gedeihenαναπτύσσομαι προοδεύωαναπτύσσομαι προοδεύω
- sich entfaltenαναπτύσσομαι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφαναπτύσσομαι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
examples
- αναπτυσσομένη χώραθηλυκό | Femininum, weiblich fEntwicklungslandουδέτερο | Neutrum, sächlich n