„αναπλάθομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα αναπλάθομαι [anaˈplaθome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich regenerieren sich regenerieren αναπλάθομαι αναπλάθομαι