„αναπαραγάγω“: μεταβατικό ρήμα αναπαραγάγω [anaparaˈɣaɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) nachbauen nachbauen αναπαραγάγω αναπαραγάγω