αναμορφωτήριο
[anamorfoˈtirio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Erziehungsanstaltθηλυκό | Femininum, weiblich fαναμορφωτήριοαναμορφωτήριο
Thank you for your feedback!