„αναμνηστικό“: ουδέτερο αναμνηστικό [anamnistiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Erinnerungsstück Erinnerungsstückουδέτερο | Neutrum, sächlich n αναμνηστικό αναμνηστικό