αναλφάβητος
[analˈfavitos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Analphabetαρσενικό | Maskulinum, männlich mαναλφάβητοςAnalphabetinθηλυκό | Femininum, weiblich fαναλφάβητοςαναλφάβητος