„ανακύπτω“: αμετάβατο ρήμα ανακύπτω [anaˈkjipto]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) auftauchen auftauchen ανακύπτω ανακύπτω