„ανακριτής“: αρσενικό ανακριτής [anakriˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Untersuchungsrichter Untersuchungsrichterαρσενικό | Maskulinum, männlich m ανακριτής ανακριτής